στέριφος

στέριφος
στέριφος
firm
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στέριφος — (I) ίφη, ον, Α 1. στερεός, σταθερός, ασφαλής 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ στέριφος η στείρα πλοίου 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ στέριφον α) η ρίζα βράχου β) έδαφος τραχύ και πετρώδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ., ιδιόμορφου σχηματισμού, το οποίο ανάγεται στο θ. στερ τού… …   Dictionary of Greek

  • στεριφώτερον — στέριφος firm adverbial comp στέριφος firm masc acc comp sg στέριφος firm neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεριφώτατον — στέριφος firm masc acc superl sg στέριφος firm neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέριφον — στέριφος firm masc acc sg στέριφος firm neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεριφώτερα — στέριφος firm neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερίφαις — στέριφος firm fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερίφη — στέριφος firm fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερίφην — στέριφος firm fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερίφης — στέριφος firm fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερίφοις — στέριφος firm masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”